μονόκυκλος

μονόκυκλος
μονόκυκλος
with the top made in one piece
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονόκυκλος — μονόκυκλος, ον (Α) 1. αυτός που έχει έναν μόνο κύκλο («μονόκυκλος τράπεζα» Πολυδ.) 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ μονόκυκλος ή τὸ μονόκυκλον μικρή μονότροχη άμαξα ή μικρή άμαξα που είχε τροχό από ένα μόνο τεμάχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • Wheelbarrow — For the remotely controlled vehicle used in bomb disposal, see Wheelbarrow (EOD). For the aviation risk, see Wheel barrowing. A common wheelbarrow …   Wikipedia

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”